- θεριστής
- οθηλ. θερίστρια1. αυτός που θερίζει.2. Θεριστής (κύρ. όν.), ο μήνας Ιούνιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεριστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστής — ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) [θερίζω] αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό νεοελλ. 1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής») 2. λαϊκή ονομασία τού μήνα Ιουνίου, επειδή… … Dictionary of Greek
θερισταῖς — θεριστής masc dat pl θεριστός balsam fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισταί — θεριστής masc nom/voc pl θεριστός balsam fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστοῦ — θεριστής masc gen sg θεριστός balsam masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστῇ — θεριστής masc dat sg (attic epic ionic) θεριστός balsam fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστήν — θεριστής masc acc sg (attic epic ionic) θεριστός balsam fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστῶν — θεριστής masc gen pl θεριστός balsam fem gen pl θεριστός balsam masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστά — θεριστά̱ , θεριστής masc nom/voc/acc dual θεριστής masc voc sg θεριστής masc nom sg (epic) θεριστός balsam neut nom/voc/acc pl θεριστά̱ , θεριστός balsam fem nom/voc/acc dual θεριστά̱ , θεριστός balsam fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμευτής — καλαμευτής, ὁ (Α) 1. θεριστής 2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος] … Dictionary of Greek